- θηρητῆρ'
- θηρητῆρα , θηρατήρmasc acc sg (epic ionic)θηρητῆρι , θηρατήρmasc dat sg (epic ionic)θηρητῆρε , θηρατήρmasc nom/voc/acc dual (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηρητήρ — θηρητήρ, ὁ και θηλ. θηρήτειρα (Α) ιων. τ., βλ. θηρατήρ* … Dictionary of Greek
θηρητήρ — θηρατήρ masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατήρ — και ιων. τ. θηρητήρ, ὁ (Α) [θηρώ] ποιητ. τ. τού θηρατής* … Dictionary of Greek
ιχθυοθηρητήρ — ἰχθυοθηρητήρ, ὁ (A) ιχθυοθήρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + θηρητήρ «κυνηγός»] … Dictionary of Greek
σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… … Dictionary of Greek
τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… … Dictionary of Greek